Σαν σήμερα (24/8):Η «Μαύρη Παρασκευή» της Ηλείας, η φονική φωτιά και ο «στρατηγός άνεμος»
Το καλοκαίρι του 2007 ήταν ένα καλοκαίρι βγαλμένο από το ζοφερό μέλλον που ζούμε σήμερα ή το ακόμα χειρότερο που θα έρθει «αύριο». Δεν ήταν μόνο η Ηλεία. Απλά η 24η Αυγούστου είναι μια ημερομηνία ορόσημο. Μια μαύρη μέρα. Μια ημέρα που χαράχτηκε με πόνο και αίμα στη συλλογική μνήμη.
Μια ημέρα που όλοι ευχόμασταν να μην ξαναζήσουμε αλλά από τότε ζήσαμε ξανά και ξανά και με μαθηματική ακρίβεια θα ζήσουμε ξανά στο άμεσο μέλλον.
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, ξέσπασαν μεγάλες, καταστροφικές, δασικές πυρκαγιές στη Μεσσηνία, την Αρκαδία, την Ηλεία, την Αχαΐα, τη Λακωνία, την Αργολίδα, την Κορινθία, την Εύβοια, τη Φθιώτιδα και βέβαια την Αττική. Συνολικά 84 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Κάηκαν ολοσχερώς, τουλάχιστον 1.500 σπίτια ενώ περισσότερα από 2.700 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης έγιναν στάχτη. Χάθηκαν 4,5 εκατομμύρια ελαιόδεντρα και 60.000 ζώα. Το ύψος των καταστροφών αποτιμήθηκε σε περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ.
Ως βασική αιτία για εκείνη την εθνική καταστροφή παρουσιάστηκε το γεγονός πως είχε προηγηθεί ένας εξαιρετικά ζεστός (και σε μεγάλο βαθμό άνυδρος) χειμώνας ενώ ακολούθησε ένα ακόμα πιο ζεστό και ξηρό καλοκαίρι.
Ο «στρατηγός άνεμος» και τα προειδοποιητικά «καμπανάκια»
Η «βόμβα» πυροδοτήθηκε όταν από τα μέσα Ιουλίου και κυρίως από τις αρχές του Αυγούστου και μετά τα μελτέμια ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένα. Όπως είχε πει και ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Βύρων Πολύδωρας, η συμβολή του «στρατηγού ανέμου» στην καταστροφή ήταν καθοριστική.
Ακούστηκαν και άλλα, περί «ασύμμετρων απειλών» και «πολέμου που δέχεται η χώρα» αλλά ποτέ δεν παρουσιάστηκε η παραμικρή απόδειξη ακόμα και μέσα στα επίσημα πορίσματα από τις έρευνες της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής.
Το τι θα γινόταν εκείνο το καλοκαίρι, ουσιαστικά το είχε «προαναγγείλει» η μεγάλη φωτιά της Πάρνηθας η οποία είχε ξεκινήσει από τα Δερβενοχώρια και έφτασε μια ανάσα από το Καζίνο και τις κεραίες της Πολεμικής Αεροπορίας. Πριν σβήσει η φωτιά έκαψε περίπου 25.000 στρέμματα παρθένου δάσους.
Πολλά από αυτά αναδασώθηκαν αλλά από χθες καίγονται ξανά. Επίσημα η φωτιά ξεκίνησε από πυλώνα της ΔΕΗ. Η οικολογική καταστροφή ήταν τεράστια. Οι επιστήμονες έλεγαν (και επιβεβαιώθηκαν, βέβαια) πως τα χρόνια που θα ακολουθήσουν τα καλοκαίρια θα είναι θερμότερα, οι καύσωνες παρατεταμένοι και οι πλημμύρες τον χειμώνα θα είναι καταστροφικές.
Στις 24 Ιουλίου ήχησε το δεύτερο προειδοποιητικό «καμπανάκι». Η μεγάλη φωτιά της Αχαΐας που ξεκίνησε από το Αίγιο και σκόρπισε τον όλεθρο μέχρι το Διακοπτό και τα Καλάβρυτα. Απολογισμός: Ένας άνδρας και δυο γυναίκες έχασαν τη ζωή τους, χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης και άλλα τόσα καλλιεργήσιμης γης έγιναν στάχτη, πολλά ζώα κάηκαν ζωντανά, περιουσίες και κόποι μιας ζωής καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Τρίτο και τελευταίο «καμπανάκι» ήχησε το πρωί της 16ης Αυγούστου όταν από τη βορειοδυτική πλευρά της Πεντέλης (τη θέση Ράχη, στον Διόνυσο) άρχισε να βγαίνει πυκνός, μαύρος καπνός. Μερικές ώρες αργότερα η Πεντέλη, η Πολιτεία και το Ντράφι βρέθηκαν μέσα σε μια πύρινη κόλαση που έκαιγε δίχως σταματημό δάσος, σπίτια, περιουσίες. Δυο πυροσβέστες τραυματίστηκαν και πολλοί κάτοικοι των βορείων προαστίων της πρωτεύουσας κατέληξαν στα νοσοκομεία με αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας του καπνού. Η φωτιά αυτή σε συνδυασμό με εκείνη στην Πάρνηθα μερικές ημέρες νωρίτερα συνέβαλαν με τρόπο δραματικό στην αλλαγή του κλίματος στην πρωτεύουσα. Όλα αυτά που διαβάσατε, ωστόσο, δεν ήταν τίποτα μπροστά στη μεγάλη καταστροφή που ερχόταν.
Η «Μαύρη Παρασκευή» της Ηλείας
Το ημερολόγιο έδειχνε Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007. Το πρωί εκείνης της ημέρας, μια (τότε) 77χρονη γυναίκα, η Σοφία Νικολοπούλου, στο Παλαιοχώρι του Δήμου Ζαχάρως, αποφάσισε να κάνει κόλλυβα για το μνημόσυνο του πατέρα της. Είχε ένα μικρό κουζινάκι, το οποίο ήταν παράλληλα και μικρή αποθήκη, και εκεί άναψε τη συσκευή υγραερίου προκειμένου να αρχίσει να βράζει το σιτάρι. Στη συνέχεια έφυγε από εκεί και πήγε δίπλα ακριβώς, στο σπίτι της προκειμένου να φάει με την υπόλοιπη οικογένειά της. Αργότερα το δικαστήριο καταλόγισε στην ηλικιωμένη γυναίκα «επιπολαιότητα και αμεριμνησία».
Ο ανιψιός της ήταν αυτός που πρώτος είδε καπνούς να βγαίνουν. Τα μέλη της οικογένειας προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά με όσα μέσα είχαν. Η φωτιά, ωστόσο, γρήγορα έκαψε τη μικρή αποθήκη και ανενόχλητη βγήκε έξω. Αρχικά έκαψε μια συκιά, ξερά χόρτα, κάτι εγκαταλελειμμένα κτίσματα μέχρι που τελικά βγήκε στο δρόμο. Ο δυνατός αέρας την έσπρωχνε όλο και πιο γρήγορα. Όταν πέρασε τον δρόμο είχε μπροστά της μόνο άκαυτο δάσος.
Περίπου μισή ώρα αργότερα, η κόρη της Σοφίας Νικολοπούλου ειδοποιεί την πυροσβεστική. Δίνει ακριβώς τη θέση στην οποία καίει η φωτιά αλλά δεν ενημερώνει για το μέγεθος το οποίο έχει λάβει. Όταν φτάνει εκεί το πρώτο πυροσβεστικό όχημα, οι πυροσβέστες μένουν αποσβολωμένοι από την έκταση που είχε ήδη λάβει η πύρινη λαίλαπα η οποία ήταν ήδη εκτός ελέγχου.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί ο δασοφύλακας, Παναγιώτης Τσούρας, που βρισκόταν σε μια απόσταση περίπου 3 χιλιομέτρων από το σημείο έναρξης της φωτιάς δεν ειδοποίησε εκείνος την Πυροσβεστική. Στο δικαστήριο αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε σχετική ερώτηση. Παραμένει άγνωστο αν ήταν στη θέση του. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ένα πύρινο θηρίο κατέτρωγε τα πάντα στο πέρασμα του και «έτρεχε» σαν δαίμονας προς διάφορες κατευθύνσεις.
Την ίδια ώρα, στην Αθήνα, οι εφημερίδες ετοιμάζονταν να κλείσουν το φύλλο του Σαββάτου. Ίσα – ίσα που οι δημοσιογράφοι είχαν προλάβει να «δώσουν» σαν είδηση ότι υπήρχε μια μεγάλη φωτιά στην Ηλεία. Η συζήτηση που είχε «ανοίξει» ήταν αν σαν είδηση άξιζε ένα «χτύπημα» στην πρώτη σελίδα. Αυτή η συζήτηση κόπηκε απότομα και με τρόπο δραματικό. «Κάτι φοβερό πρέπει να έχει γίνει στη Ζαχάρω».
Αυτό το «φοβερό» είχε συμβεί στον επαρχιακό δρόμο Μακίστου – Αρτέμιδας. Εκεί βρέθηκαν απανθρακωμένοι ή με καθολικά εγκαύματα 26 άνθρωποι, ανάμεσά τους τρεις εποχικοί πυροσβέστες, η Αθανασία Παρασκευοπούλου, με την πεθερά της και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της, αλλά και η γειτόνισσά της, Ιωάννα Αλεξανδροπούλου, με τα δύο εγγόνια της.
Συνολικά δέκα οχήματα βρέθηκαν εγκλωβισμένα, περικυκλωμένα από τη φωτιά, στη μέση του επαρχιακού δρόμου, τοποθεσία που το δικαστήριο αργότερα χαρακτήρισε σημείο «χωρίς ελπίδα και σωτηρία» και αυτό γιατί όπως προέκυψε οι άνθρωποι αυτοί χωρίς να το γνωρίζουν πήγαιναν στο σημείο όπου η φωτιά θα έβγαινε μέσα από μια χαράδρα. Ξαφνικά, λοιπόν, είδαν σε μια απόσταση περίπου 15-20 μέτρων ένα πύρινο μέτωπο να κινείται κατά πάνω τους.
«Χωρίς κανένα σχέδιο αντιμετώπισης του κινδύνου και της σωτηρίας των πολιτών, χωρίς καμία ενημέρωση του πληθυσμού και κυρίως χωρίς κανένα συντονισμό των τότε Νομάρχη Ηλείας, Χαράλαμπου Καφύρα, και Δημάρχου Ζαχάρως, Πανταζή Χρονόπουλου, άρχισε αυτοβούλως η εγκατάλειψη οικισμών από διάφορες εξόδους τους και η κάθοδος προς την παραλία της Ζαχάρως. Οι περισσότεροι κάτοικοι διάλεξαν από τύχη την ασφαλή διαδρομή. Κάποιοι όμως, ακολούθησαν άλλη, η οποία ήταν και η συντομότερη, χωρίς ωστόσο να έχουν ενημερωθεί ότι η φωτιά επεκτεινόταν ταυτόχρονα προς εκείνη την κατεύθυνση, καθιστώντας τη διαδρομή λίαν επικίνδυνη για τη ζωή τους» ανέφερε η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Αλλά η τραγωδία δεν σταμάτησε εκεί. Ο πύρινος εφιάλτης συνεχίστηκε για πολλές ημέρες ακόμα. Τα χωριά Γεράκι Αμαλιάδας, Κρέστενα, Γρύλλος, Καϊάφα, Νεοχώρι, Βρεστό, Καλλιθέα, Σάμικο, Πλατιάνα, ο Δήμος Ζαχάρως, η Ανδρίτσαινα, η Κλινδία, το Μουζάκι, το Φανάρι, Μπεντένι Ηλείας και πλειάδα μικρότερων οικισμών επλήγησαν, καταστρέφοντας δασικές και οικιστικές εκτάσεις. Οι φλόγες σταμάτησαν μια «ανάσα», μερικά μέτρα, από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας αλλά κατέστρεψαν τον Κρόνιο Λόφο.
Ακολούθησαν μέσα στο επόμενο τριήμερο οι μεγάλες πυρκαγιές στην Αρκαδία (Μεγαλόπολη) με 7 νεκρούς, στη Λακωνία (Αρεόπολη) με 6 νεκρούς, στη Μεσσηνία, στην Κορινθία, ξανά στην Αχαΐα, στον Υμηττό, στην Εύβοια (Αλιβέρι) με 6 νεκρούς και στη Φθιώτιδα. Μερικά 24ωρα αργότερα οι φωτιές είχαν σβήσει, το (όπως έμεινε στην Ιστορία) «καλοκαίρι που κάηκε η Ελλάδα» είχε τελειώσει και η χώρα έμπαινε σε ένα άκρως πολιτικό φθινόπωρο «βυθισμένη» στο πένθος και την οργή.

